- αγριοφωνάζω
- φωνάζω άγρια, δυνατά, ξεφωνίζω, κραυγάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < άγρια + -φωνάζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγριοφωνάζω — αγριοφώναξα, φωνάζω δυνατά και με οργή: Μονάχα όταν αγριοφώναξε ησύχασαν τα παιδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)